Ημερομηνία 9 Μαρτίου 2021
Σχόλια 0

Συμβασιούχοι Δημοσίου Τομέα: Νέα ευκαιρία από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους συμβασιούχους για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου

Προσφάτως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε θέση επί του αμφιλεγόμενου ζητήματος των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Με την ιδιαιτέρως σημαντική απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες, το Δικαστήριο ανοίγει το δρόμο για την αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων που απασχολούνται σε φορείς του δημοσίου τομέα (Δημόσιο, Ο.Τ.Α., Ν.Π.Δ.Δ.) με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Δίδεται έτσι σε αυτούς μία ακόμη ευκαιρία για την αποκατάσταση της σταθερότητας και της βεβαιότητας στην απασχόλησή τους.

Όπως είναι γνωστό, η λύση της μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου για τους εργαζομένους του δημοσίου τομέα, μετά την έκδοση αντικρουόμενων αποφάσεων εκ μέρους των ελληνικών δικαστηρίων, είχε αποκλεισθεί τελικώς ως αντίθετη σε διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος. Αν και υπήρχε ισχυρός αντίλογος, οι προσπάθειες προσφυγής στη δικαιοσύνη για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας και της ταλαιπωρίας που υφίσταντο οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας αποδεικνύονταν επί σειρά ετών αναποτελεσματικές, αφού σχετικές αγωγές απορρίφθηκαν κατ’ επανάληψη με αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

  • Η κρίση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Καλούμενο στην ουσία να διατυπώσει την κρίση του επί των προαναφερθέντων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατάληξε, μεταξύ άλλων, στη θέση, ότι τα ελληνικά δικαστήρια, σε περιπτώσεις που εργαζόμενοι αναζητούν ενώπιόν τους προστασία κατά της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με εργοδότη κάποιον φορέα του δημοσίου τομέα, οφείλουν να εξετάζουν το ενδεχόμενο μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, ακόμη κι αν αυτό απαγορεύεται απολύτως από το ελληνικό Σύνταγμα. Με άλλα λόγια, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι με τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου παραβιάσθηκαν οι προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, ενδέχεται να καταλήξει σε απόφαση, με την οποία θα αναγνωρίζει, ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, παρά το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν γινόταν δεκτό από τα εγχώρια δικαστήρια.

Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο υιοθέτησε τη άποψη, κατά την οποία το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος δεν εμποδίζει την εφαρμογή του αρ. 8 του Ν. 2112/1920. Σύμφωνα με το τελευταίο, όταν η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, είναι δυνατό να θεωρηθεί ως μία και ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, χάριν προστασίας του εργαζομένου, όπως επιβάλλουν οι κανόνες του δικαίου της ΕΕ.

  • Οι συνέπειες της απόφασης

Η τελευταία αυτή εξέλιξη συνιστά σαφές μήνυμα αποδοκιμασίας της πάγιας τακτικής πολλών φορέων του δημοσίου τομέα, οι οποίοι -όχι απλώς με την ανοχή, αλλά με τη σύμπραξη του νομοθέτη- απασχολούν χιλιάδες εργαζομένους επί πολλά έτη υπό καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας, αποστερώντας τους από βασικά εργασιακά δικαιώματα που συνδέονται με την μακρόχρονη και σταθερή απασχόληση.

Πολύ σημαντική ενδέχεται να αποδειχθεί η εν λόγω απόφαση και για όσους εργάζονται ή έχουν εργαστεί προσφάτως στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου (συμπεριλαμβανομένων και των λεγόμενων «παρατασιούχων», όσων δηλαδή απασχολούνται με συμβάσεις, η διάρκεια των οποίων παρατείνεται με νομοθετικές διατάξεις, όπως συνέβη στο πολύ πρόσφατο παρελθόν με τους εργάτες καθαριότητας των Ο.Τ.Α.), αφού δίδεται σε αυτούς η δυνατότητα να διεκδικήσουν την μόνιμη απασχόληση, προσφεύγοντας στα αρμόδια δικαστήρια.

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει κατ’ επανάληψη χειριστεί υποθέσεις συμβασιούχων σε όλες τις βαθμίδες απονομής της Δικαιοσύνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις βρέθηκε αντιμέτωπη με την παγιωμένη θέση των ελληνικών δικαστηρίων, την οποία ανατρέπει η παραπάνω πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τελευταία δίνει μια νέα ευκαιρία στους συμβασιούχους, προκειμένου να επιτύχουν την αναγνώριση της σύμβασής τους ως αορίστου χρόνου, αποκαθιστώντας έτσι τον ουσιώδη για την απασχόλησή τους όρο της σταθερότητας.