Ακύρωση τελωνειακού προστίμου λόγω μη τήρησης της νόμιμης διαδικασίας επιβολής του
Με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις κρίθηκε, ότι για τη νόμιμη αιτιολογία της πράξης επιβολής τελωνειακών -εν προκειμένω- επιβαρύνσεων, απαιτείται να τεθεί υπόψη των ελληνικών τελωνειακών αρχών το πλήρες περιεχόμενο της έκθεσης της Υπηρεσίας πριν από την έκδοση της πράξης, ενώ δεν αρκεί μόνη η διαβίβαση της πληροφορίας περί τέλεσης τελωνειακών παραβάσεων σε εισαγωγές προϊόντων προς την Ελλάδα. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης έκρινε ότι, μόνο αν η έκθεση αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου πριν από την έκδοση της πράξης, είναι δυνατή η νόμιμη άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των εισαγωγέων, αφού για αυτήν απαιτείται η γνωστοποίηση σε αυτούς όλων των στοιχείων, επί των οποίων στηρίζεται η επιβολή των τελωνειακών επιβαρύνσεων εις βάρος του.
Το ίδιο δικαίωμα παραβιάζεται και όταν η έκθεση ελέγχου της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης Απάτης (OLAF) περιλαμβάνεται μεν στο διοικητικό φάκελο ήδη πριν από την έκδοση της πράξης επιβολής πρόσθετων τελωνειακών επιβαρύνσεων, είναι όμως συντεταγμένη σε ξένη γλώσσα και δε συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική. Όπως κρίθηκε, η απουσία μετάφρασης της έκθεσης αποστερεί από τον εισαγωγέα των προϊόντων τη δυνατότητα να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του και να απαλλαγεί από τις πρόσθετες επιβαρύνσεις.
Αξιοσημείωτη είναι η απόρριψη από το Δικαστήριο του ισχυρισμού της τελωνειακής αρχής, κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να προβεί στη μετάφραση της έκθεσης με ίδια μέσα. Διατυπώνοντας τη θέση αυτή, το Δικαστήριο δέχεται, ότι τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου θα πρέπει να είναι συντεταγμένα στην ελληνική, άλλως θεωρείται, ότι ο ενδιαφερόμενος δε δύναται να λάβει πλήρη και επαρκή γνώση αυτών. Τούτο δε προφανώς ισχύει για κάθε διαδικασία επιβολής ποινής ή προστίμου από ελεγκτική αρχή.
Τί είναι ο OLAF (European Anti-Fraud Office) ;
H Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης Απάτης είναι επιφορτισμένη με την διεξαγωγή ερευνών σε υποθέσεις απάτης και διαφθοράς σχετιζόμενες με ευρωπαϊκούς πόρους. Στα καθήκοντά της ανήκει και η διερεύνηση των περιπτώσεων, στις οποίες δηλώνεται ψευδώς στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές ως χώρα προέλευσης προϊόντων διαφορετική από την πραγματική, προκειμένου να αποφευχθούν οικονομικές επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή αυτών.
Η Υπηρεσία έχει αρμοδιότητα πραγματοποίησης των σχετικών ερευνών, δεν δύναται όμως να επιβάλλει η ίδια τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που οφείλονται, όταν διαπιστώνονται παραβάσεις αναφορικά με τη δήλωση προέλευσης των εμπορευμάτων. Αρμόδιες για αυτό είναι οι τελωνειακές αρχές των κρατών-μελών της ΕΕ, στις οποίες αποστέλλονται οι εκθέσεις ελέγχου της Υπηρεσίας. Βασιζόμενες στα πορίσματα των εκθέσεων αυτών, οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν τις ισχύουσες διατάξεις και εκδίδουν πράξεις επιβολής των τελωνειακών επιβαρύνσεων.
Οι τελωνειακές αρχές και η διαδικασία επιβολής τελωνειακών προστίμων
Στις περιπτώσεις που διαβιβάζονται στις ελληνικές τελωνειακές αρχές εκθέσεις ελέγχου της Υπηρεσίας, με τις οποίες διαπιστώνεται η τέλεση παραβάσεων κατά την εισαγωγή προϊόντων στην Ελλάδα, αυτές οφείλουν να εκδώσουν τις προβλεπόμενες πράξεις επιβολής τελωνειακών επιβαρύνσεων, ακολουθώντας βεβαίως τις διατυπώσεις και τηρώντας τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία για την έκδοση δυσμενών διοικητικών πράξεων, όπως ιδίως η προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου και η πλήρης και σαφής αιτιολογία των πράξεων. Στην περίπτωση των δύο υποθέσεων που χειρίστηκε η δικηγορική μας εταιρεία τα πρόστιμα και οι λοιπές επιβαρύνσεις που αρχικά επιβλήθηκαν στις εταιρείες, οι οποίες εισήγαγαν τα εμπορεύματα, ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο, εξαιτίας της παραβίασης των υποχρεώσεων αυτών από τις τελωνειακές αρχές.